- ἀποφορά
- ἀποφορά̱ , ἀποφοράpayment of what is duefem nom/voc/acc dualἀποφορά̱ , ἀποφοράpayment of what is duefem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀποφορᾷ — ἀποφορά payment of what is due fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αποφορά — η (Α ἀποφορά) [αποφέρω] δυσοσμία από αναθυμιάσεις αρχ. 1. πληρωμή οφειλών, καταβολή φόρων 2. χρήματα που οι μισθωμένοι σε τρίτους δούλοι απέφεραν στον κύριο τους 3. (γενικά) εισόδημα, κέρδος, ενοίκιο … Dictionary of Greek
αποφορά — η βρόμα από αναθυμιάσεις: Είχαν ανοίξει τον υπόνομο κι έβγαινε απ αυτόν μια φριχτή αποφορά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀποφορᾶι — ἀποφορᾷ , ἀποφορά payment of what is due fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποφοράν — ἀποφορά̱ν , ἀποφορά payment of what is due fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποφοράς — ἀποφορά̱ς , ἀποφορά payment of what is due fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
АПОФОРА — • Άποφορά, 1. подать, которую Спарта, как предводительница союза, взимала с отдельных греческих городов для ведения войны против персов, позднее, во времена гегемонии Афин, эта подать называлась φόρος; 2. оброк, который илот… … Реальный словарь классических древностей
ἀποφοραῖς — ἀποφορά payment of what is due fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποφοραί — ἀποφορά payment of what is due fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποφορᾶν — ἀποφορά payment of what is due fem gen pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)